- παρατεταμένου
- παρατείνωstretch out alongperf part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον … Dictionary of Greek
υπνοπάθεια — η, Ν παθολογική κατάσταση παρατεταμένου ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύπνος + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. αδενο πάθεια] … Dictionary of Greek
Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… … Dictionary of Greek